εξ αδιαιρέτου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξ αδιαιρέτου → δείτε τις λέξεις εξ και αδιαίρετος

Έκφραση[επεξεργασία]

εξ αδιαιρέτου

  • (νομικός όρος) λέγεται η συγκυριότητα του αυτού αντικειμένου από πολλούς δικαιούχους
* "κληρονομιά εξ αδιαιρέτου
* "οικόπεδο εξ αδιαιρέτου
* "συμπλοιοκτησία εξ αδιαιρέτου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]