εξάντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξάντας < αρχαία ελληνική ἑξᾶς (γενική, του ἑξάντος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/7/76/Using_sextant_swing.gif/220px-Using_sextant_swing.gif)
εξάντας αρσενικό
- (αστρονομία) όργανο που χρησιμοποιούνταν άλλοτε στη ναυτιλία για τη μέτρηση των γωνιών και, ειδικότερα, για τον προσδιορισμό του στίγματος