επανάπλους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επανάπλους < επαναπλέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επανάπλους αρσενικό
- (ναυτικός όρος) διακοπή πλου προορισμού και επιστροφή στο σημείο αναχώρησης (λιμάνι, όρμος, κ.λπ.)
- μετά από ανώνυμη τηλεφωνική καταγγελία για ύπαρξη βόμβας διατάχθηκε ο επανάπλους του πλοίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επανάπλους
|