επαναχαράσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαναχαράσσω < επανα- + χαράσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

επαναχαράσσω (παθητική φωνή: επαναχαράσσομαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]