επιχωρίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιχωρίως < αρχαία ελληνική ἐπιχωρίως < αρχαία ελληνική ἐπιχώριος
Επίρρημα[επεξεργασία]
επιχωρίως
- (αρχαιοπρεπές) σε επιχώριο τόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιχωρίως
|