εσοδεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσοδεύω < μεσαιωνική ελληνική εσοδεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
εσοδεύω
- άλλη μορφή του σοδιάζω
- έχω ως έσοδο ή ως εισόδημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εσοδεύω
|