ευνομούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευνομούμαι < αρχαία ελληνική εὐνομοῦμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ευνομούμαι
- διοικούμαι σωστά εφαρμόζοντας τους νόμους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευνομούμαι
|