θηλυκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηλυκώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

θηλυκώνω

  1. (μεταβατικό) ταιριάζω, τοποθετώ ένα αντικείμενο μέσα σε εσοχή άλλου
    θηλυκώνω τα κουμπιά του υποκάμισου
  2. (αμετάβατο) ταιριάζω, έχω ακριβώς το σχήμα που χρειάζεται για να θηλυκώσω σε άλλο αντικείμενο


Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]