κακομελετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακομελετώ < κακο- + μελετώ [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

κακομελετώ

  1. βάζω με το νου μου κάτι κακό ή προμαντεύω κάτι κακό
  2. δεν μελετώ καλά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]