καρσί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρσί < (άμεσο δάνειο) τουρκική karşı < οθωμανική τουρκική قارشو (karşı / karşu) < πρωτοτουρκική
Επίρρημα[επεξεργασία]
καρσί
- (παρωχημένο) απέναντι
- ※ Ἀπόξω τόν Σερπετζέ καρσί τοῦ Σέτζου ἦταν ἕνας γαμπρός τοῦ Γκούρα ὁ Ντεντούσης, τίμιος πατριώτης καί γενναίος· κιντυνώδης ἡ θέση αὐτείνη – ἐσκοτώθη (Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα Στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρσί
→ δείτε τη λέξη απέναντι |
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)