κατάπλωρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
κατάπλωρα
- (ναυτικός όρος): ακριβώς μπροστά από την πλώρη πλοίου, σε κατεύθυνση, (ανεξάρτητα απόστασης)
- το ραντάρ χτυπάει ακίνητο στόχο 3 μίλια κατάπλωρα (= επί της πορείας του πλοίου σε απόσταση 3 μίλια υφίσταται στόχος που προσεγγίζεται με την ίδια ταχύτητα του πλοίου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάπλωρα
|