κατακλέβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατακλέβω < κατά + κλέβω

Ρήμα[επεξεργασία]

κατακλέβω

  1. κλέβω τα πάντα ή τα περισσότερα από όσα υπάρχουν για να κλαπούν
  2. χρεώνω περισσότερα από ότι συνηθίζεται / είναι σωστό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]