κατευοδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατευοδώνω < (ελληνιστική κοινή) κατευοδόω < κατά + εὖ + ὁδός

Ρήμα[επεξεργασία]

κατευοδώνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]