κοινοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοινοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κοινοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κοινοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

  • ενημερώνονται για εμένα διάφοροι τομείς και όχι μόνονένας
  • το έγγραφο κοινοποιήθηκε σε τρεις υπηρεσίες

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]