κοινοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κοινοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
κοινοποιημένος, -η, -ο
- που έχει κοινοποιηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινοποιημένος
|