κομπώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομπώνω < μεσαιωνική ελληνική κομπώνω < ελληνιστική κοινή κομβόω
Ρήμα[επεξεργασία]
κομπώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κομπωτής
- → δείτε τη λέξη κομπογιανίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομπώνω
|