κορφολογάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορφολογάω < κορφολογώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koɾ.fo.loˈɣa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορ‐φο‐λο‐γά‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

κορφολογάω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]