κουκούλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουκούλιον ουδέτερο
- κάλυμμα της κεφαλής (σκούφος) των ορθόδοξων μοναχών
- το προοίμιο ενός κοντακίου (εκκλησιαστικού ύμνου)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουκούλιον
|