κράβαττος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κράβαττος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κράβαττος αρσενικό
- το κρεβάτι
- ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; (Κατά Μάρκον, 2, 9)