λίμπο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «λίμπο».

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

άνδρας χορεύει λίμπο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λίμπο <
  1. λατινικά: limbus ‎(“σύνορο”)
  2. αγγλικά: limber (“εύκαμπτος”)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λίμπο θηλυκό άκλιτο

  1. (θρησκεία) κόσμος ανάμεσα στην κόλαση και τον παράδεισο
  2. (μεταφορικά) αναμονή σε κατάσταση άγνοιας
  3. χορός με περάσματα κάτω από σταδιακά χαμηλούμενη μπάρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]