μαλάγρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλάγρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαλάγρα θηλυκό

  • μείγμα από διάφορα υλικά που ρίχνουν οι ψαράδες στο νερό προκειμένου να προσελκύσουν τα ψάρια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]