μαλλιοκέφαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλλιοκέφαλα < μαλλί και κεφάλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαλλιοκέφαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (λαϊκότροπο) λέξη που χρησιμοποιειται στη φράση πλήρωσα τα μαλλιοκέφαλά μου για κάποια ιδιαίτερα ακριβή αγορά ή πληρωμή για παροχή υπηρεσιών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]