μουντζουρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουντζουρώνω < μουντζούρα

Ρήμα[επεξεργασία]

μουντζουρώνω

  • δημιουργώ μουντζούρες σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια, πχ για να διαγράψω βιαστικά ένα τμήμα κειμένου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]