μπουχίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουχίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
μπουχίζω
- (ιδιωματικό) καταβρέχω· ραντίζω με νερό που έχω βάλει στο στόμα και το βγάζω με δύναμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 452.