ραντίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραντίζω < αρχαία ελληνική ῥαντίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ραντίζω
- ρίχνω υγρό σε σταγόνες πάνω σε κάτι
- προαιρετικά ραντίζουμε το παντεσπάνι με λίγο κονιάκ
- (ειδικότερα) (για φυτά) ψεκάζω
- έχω να ραντίσω και τις ελιές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ραντίζω | ράντιζα | θα ραντίζω | να ραντίζω | ραντίζοντας | |
β' ενικ. | ραντίζεις | ράντιζες | θα ραντίζεις | να ραντίζεις | ράντιζε | |
γ' ενικ. | ραντίζει | ράντιζε | θα ραντίζει | να ραντίζει | ||
α' πληθ. | ραντίζουμε | ραντίζαμε | θα ραντίζουμε | να ραντίζουμε | ||
β' πληθ. | ραντίζετε | ραντίζατε | θα ραντίζετε | να ραντίζετε | ραντίζετε | |
γ' πληθ. | ραντίζουν(ε) | ράντιζαν ραντίζαν(ε) |
θα ραντίζουν(ε) | να ραντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ράντισα | θα ραντίσω | να ραντίσω | ραντίσει | ||
β' ενικ. | ράντισες | θα ραντίσεις | να ραντίσεις | ράντισε | ||
γ' ενικ. | ράντισε | θα ραντίσει | να ραντίσει | |||
α' πληθ. | ραντίσαμε | θα ραντίσουμε | να ραντίσουμε | |||
β' πληθ. | ραντίσατε | θα ραντίσετε | να ραντίσετε | ραντίστε | ||
γ' πληθ. | ράντισαν ραντίσαν(ε) |
θα ραντίσουν(ε) | να ραντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ραντίσει | είχα ραντίσει | θα έχω ραντίσει | να έχω ραντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ραντίσει | είχες ραντίσει | θα έχεις ραντίσει | να έχεις ραντίσει | έχε ραντισμένο | |
γ' ενικ. | έχει ραντίσει | είχε ραντίσει | θα έχει ραντίσει | να έχει ραντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ραντίσει | είχαμε ραντίσει | θα έχουμε ραντίσει | να έχουμε ραντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ραντίσει | είχατε ραντίσει | θα έχετε ραντίσει | να έχετε ραντίσει | έχετε ραντισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ραντίσει | είχαν ραντίσει | θα έχουν ραντίσει | να έχουν ραντίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ραντισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ραντισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ραντισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ραντισμένο |