μπούμαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπούμαν < αγγλική boom man

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπούμαν αρσενικό άκλιτο

  • (επάγγελμα) το άτομο που χειρίζεται το μηχανισμό ο οποίος κινεί το μικρόφωνο κατά τη διάρκεια κινηματογράφησης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]