ντακέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντακέρνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ντακέρνω
- ※ Εντάκαρε να βράζει το καζάνι, | κι ο λουλάς να τρέχει ζεστή τη ρακή | […] | Βάλε καζανάρη, βάλε τσικουδιά, | να καεί απόψε, να καεί η βραδιά
- «Ο καζανάρης», λαϊκό κρητικό τραγούδι της τσικουδιάς.