νταμουζλούκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νταμουζλούκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική damızlık + -ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νταμουζλούκι και νταμαζλούκι ουδέτερο
- αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νταμουζλούκι
|