νυγματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυγματίζω < νύγμα (όπως στιγματίζω < στίγμα)

Ρήμα[επεξεργασία]

νυγματίζω

  • τοποθετώ νύγμα (image) συνήθως πριν από την αρχή ή μετά το τέλος μιας λέξης, φράσης, πρότασης, απαίτησης κτλ. δηλώνοντας έτσι ότι την επιλέγω ή ότι την κρίνω αληθή ή ότι έχω (εξ)ελέγξει το περιεχόμενό της και συμφωνώ με αυτό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]