ξεθηλυκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεθηλυκώνω < ξε- + θηλυκώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεθηλυκώνω

  • ανοίγω κάτι, συχνά ρούχο, βγάζοντας ένα κουμπί από το θηλύκι του, ή ανοίγοντας έναν παρόμοιο μηχανισμό
ξεθηλύκωσε το ρολόι του και το παρέδωσε στον ληστή
τον έπνιγε ο γιακάς του πουκαμίσου και τον ξεθηλύκωσε

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]