ξελαγαρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξελαγαρίζω < ξε- και λαγαρίζω, το ξε- ως επιτατικό, λαγαρίζω πολύ καλά

Ρήμα[επεξεργασία]

ξελαγαρίζω

  • καθαρίζω τέλεια, κάνω κάτι πολύ λαμπερό

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]