ξεμυτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεμυτώ και ξεμυτίζω
- προβάλλω από κάπου δειλά-δειλά, διακριτικά ή και κρυφά, για να προστατευτώ είτε από καιρικές συνθήκες είτε από άτομα που δεν θέλω να με αντιληφθούν
- Δεν ξεμυτώ με αυτό τον παλιόκαιρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμυτώ
|