ξεμυτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμυτώ < ξε + μύτη

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεμυτώ και ξεμυτίζω

  1. προβάλλω από κάπου δειλά-δειλά, διακριτικά ή και κρυφά, για να προστατευτώ είτε από καιρικές συνθήκες είτε από άτομα που δεν θέλω να με αντιληφθούν
    Δεν ξεμυτώ με αυτό τον παλιόκαιρο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]