ξενόεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενόεις < ξένος

Επίθετο[επεξεργασία]

ξενόεις ξενόεσσα, ξενόεν

  • χώρος γεμάτος ξένους

Συγγενικά[επεξεργασία]