ξεσέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσέρνω < μεσαιωνική ελληνική ξεσέρνω < ξε + σέρνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεσέρνω
- (λαϊκότροπο) σέρνοντας κάτι το μετακινώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσέρνω
|