ξεσβερκώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεσβερκώνομαι
- πιάνεται ο σβέρκος μου από απότομη κίνηση ή από την παρατεταμένη στρέψη του σε άβολη στάση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσβερκώνομαι | ξεσβερκωνόμουν(α) | θα ξεσβερκώνομαι | να ξεσβερκώνομαι | ||
β' ενικ. | ξεσβερκώνεσαι | ξεσβερκωνόσουν(α) | θα ξεσβερκώνεσαι | να ξεσβερκώνεσαι | (ξεσβερκώνου) | |
γ' ενικ. | ξεσβερκώνεται | ξεσβερκωνόταν(ε) | θα ξεσβερκώνεται | να ξεσβερκώνεται | ||
α' πληθ. | ξεσβερκωνόμαστε | ξεσβερκωνόμαστε ξεσβερκωνόμασταν |
θα ξεσβερκωνόμαστε | να ξεσβερκωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεσβερκώνεστε | ξεσβερκωνόσαστε ξεσβερκωνόσασταν |
θα ξεσβερκώνεστε | να ξεσβερκώνεστε | (ξεσβερκώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεσβερκώνονται | ξεσβερκώνονταν ξεσβερκωνόντουσαν |
θα ξεσβερκώνονται | να ξεσβερκώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσβερκώθηκα | θα ξεσβερκωθώ | να ξεσβερκωθώ | ξεσβερκωθεί | ||
β' ενικ. | ξεσβερκώθηκες | θα ξεσβερκωθείς | να ξεσβερκωθείς | ξεσβερκώσου | ||
γ' ενικ. | ξεσβερκώθηκε | θα ξεσβερκωθεί | να ξεσβερκωθεί | |||
α' πληθ. | ξεσβερκωθήκαμε | θα ξεσβερκωθούμε | να ξεσβερκωθούμε | |||
β' πληθ. | ξεσβερκωθήκατε | θα ξεσβερκωθείτε | να ξεσβερκωθείτε | ξεσβερκωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεσβερκώθηκαν ξεσβερκωθήκαν(ε) |
θα ξεσβερκωθούν(ε) | να ξεσβερκωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεσβερκωθεί | είχα ξεσβερκωθεί | θα έχω ξεσβερκωθεί | να έχω ξεσβερκωθεί | ξεσβερκωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεσβερκωθεί | είχες ξεσβερκωθεί | θα έχεις ξεσβερκωθεί | να έχεις ξεσβερκωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσβερκωθεί | είχε ξεσβερκωθεί | θα έχει ξεσβερκωθεί | να έχει ξεσβερκωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσβερκωθεί | είχαμε ξεσβερκωθεί | θα έχουμε ξεσβερκωθεί | να έχουμε ξεσβερκωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσβερκωθεί | είχατε ξεσβερκωθεί | θα έχετε ξεσβερκωθεί | να έχετε ξεσβερκωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσβερκωθεί | είχαν ξεσβερκωθεί | θα έχουν ξεσβερκωθεί | να έχουν ξεσβερκωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσβερκώνομαι
|