ξεφλουδίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεφλουδίζομαι < ξεφλουδίζω < ξε και φλούδα

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεφλουδίζομαι

  1. χάνω την ανώτερη στοιβάδα του δέρματος σε ορισμένες περιοχές λόγω εγκαύματος από τον ήλιο ή εξαιτίας δερματολογικής πάθησης (όμως εκφέρεται και με το ξεφλουδίζω)
  2. χάνω το λεπτό εξωτερικό μου περίβλημα, τη φλούδα
  3. Ο ανανάς δεν ξεφλουδίζεται, για αχλάδι τον πέρασες;

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]