ξεφλουδίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεφλουδίζομαι < ξεφλουδίζω < ξε και φλούδα
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεφλουδίζομαι
- χάνω την ανώτερη στοιβάδα του δέρματος σε ορισμένες περιοχές λόγω εγκαύματος από τον ήλιο ή εξαιτίας δερματολογικής πάθησης (όμως εκφέρεται και με το ξεφλουδίζω)
- χάνω το λεπτό εξωτερικό μου περίβλημα, τη φλούδα
- Ο ανανάς δεν ξεφλουδίζεται, για αχλάδι τον πέρασες;
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεφλουδίζομαι
|