ξεψαχνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεψαχνίζω < ξε + ψαχνό + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεψαχνίζω

  1. σκαλίζω και αφαιρώ ό,τι δεν θέλω από το κρέας και ψάχνω να βρω το ψαχνό, χωρίς κόκαλα και λίπος (είτε για να το μαγειρέψω είτε για να φάω το εκλεκτό κομμάτι μετά το μαγείρεμα)
  2. κάνω επισταμένη και εις βάθος έρευνα για κάτι, ρωτώ επίμονα μέχρι να βρω την πληροφορία που γυρεύω
  3. (παρωχημένο) κλέβω το πορτοφόλι κάποιου ή του παίρνω τα λεφτά εκμεταλλευόμενός τον έντεχνα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]