ψαχνό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαχνό τα ψαχνά
      γενική του ψαχνού των ψαχνών
    αιτιατική το ψαχνό τα ψαχνά
     κλητική ψαχνό ψαχνά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαχνό < μεσαιωνική ελληνική ψαχνόν < (ελληνιστική κοινή) *ψαχνός / σαχνός (μαλακός, τρυφερός, ισχνός), με επίδραση και του ρήματος ψώχω (<ψώω) / σώχω (ψιλοτρίβω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psaˈxno/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψαχνό ουδέτερο

  1. (για τροφές) το κρέας που δεν έχει πάνω του λίπος ή κόκαλο
  2. το καίριο σημείο μιας συζήτησης
     συνώνυμα: ψητό
  3. το οικονομικό όφελος
  4. (πληθυντικός) ψαχνά: το κάτω μέρος του κορμού
     συνώνυμα: μαλακά

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ρίχνω στο ψαχνό: πυροβολώ εναντίον μιας ομάδας ανθρώπων με σκοπό να σκοτώσω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ψαχνό