lean

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός lean
συγκριτικός leaner
υπερθετικός leanest

lean (en)

  1. (για ανθρώπους) λεπτός, αδύνατος
  2. (για κρέας) άπαχος
  3. λιτός
ενεστώτας lean
γ΄ ενικό ενεστώτα leans
αόριστος leaned
παθητική μετοχή leaned
ενεργητική μετοχή leaning

lean (en)

  1. (αμετάβατο) γέρνω, σκύβω, γέρνω το σώμα προς τα εμπρός και κάτω
    He leaned back in his chair.
    Έγειρε πίσω στην καρέκλα του.
    Don’t lean out (of) the window!
    Μη γέρνεις έξω από το παράθυρο!
    The trees leaned over in the wind.
    Τα δέντρα έγερναν από τον αέρα.
    She leaned over the book and fell asleep.
    Έγειρε πάνω από το βιβλίο και αποκοιμήθηκε.
    Don’t lean over the balcony, you will fall!
    Μη σκύβεις από το μπαλκόνι, θα πέσεις!
    She leaned out the window to see better.
    Έσκυψε από το παράθυρο για να δει καλύτερα.
    He leans over and says in my ear…
    Σκύβει και μου λέει στ' αυτί…
  2. (αμετάβατο) ακουμπάω, γέρνω, στηρίζομαι σε κάτι
    She leaned on his arm.
    Ακούμπησε στο μπράτσο του.
    He leaned against the window and looked out.
    Ακούμπησε στο παράθυρο και κοίταξε έξω.
    Lean on me.
    Γείρε πάνω μου.
    Don't lean on the doors!
    Μη στηρίζεστε πάνω στις πόρτες!
     συνώνυμα: recline
  3. (μεταβατικό) ακουμπάω, γέρνω, στηρίζω κάτι όρθιο ή πλαγιαστό, στο πλάι άλλου ή πάνω του
    Did you lean the ladder against the wall?
    Ακούμπησες τη σκάλα στον τοίχο;
    He leaned his head back and looked at me.
    Έγυρε πίσω το κεφάλι και με κοίταξε.
    He leaned his elbows on the table.
    Στήριξε τους αγκώνες του στο τραπέζι.

Παράγωγα

[επεξεργασία]