lean

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός lean
συγκριτικός leaner
υπερθετικός leanest

lean (en)

  1. (για ανθρώπους) λεπτός, αδύνατος
  2. (για κρέας) άπαχος
  3. λιτός
ενεστώτας lean
γ΄ ενικό ενεστώτα leans
αόριστος leaned
παθητική μετοχή leaned
ενεργητική μετοχή leaning

lean (en)

  1. γέρνω, σκύβω, κλίνω
  2. πιέζω
  3. στηρίζομαι, ακουμπάω
    Don't lean on doors! - Μη στηρίζεστε πάνω στις πόρτες!
     συνώνυμα: recline