lean
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[
επεξεργασία
]
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
lean
(en)
γέρνω
,
σκύβω
,
κλίνω
πιέζω
στηρίζομαι
,
ακουμπώ
don't
lean
on doors - μη
στηρίζεστε
πάνω στις πόρτες
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
lean
(en)
(
για ανθρώπους
)
λεπτός
,
αδύνατος
(
για κρέας
)
άπαχος
λιτός
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ρήματα (αγγλικά)
Επίθετα (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Brezhoneg
Català
ᏣᎳᎩ
Čeština
Cymraeg
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Polski
Português
Русский
Simple English
Gagana Samoa
Shqip
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Tagalog
Türkçe
Українська
اردو
Tiếng Việt
中文