πέμψις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέμψις < αρχαία ελληνική πέμψις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέμψις θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πέμψις
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέμψις < πέμπω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέμψις θηλυκό