παλουκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλουκώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

παλουκώνω

  1. ανασκολοπίζω
  2. κάνω κάποιον να σταθεί ακίνητος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]