παραγερνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραγερνώ < παρα- + γερνώ

Ρήμα[επεξεργασία]

παραγερνώ

  • γίνομαι πολύ γέρος, με συνέπεια τη μεγάλη σωματική ή και πνευματική φθορά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]