παραπαίρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παραπαίρνω
- παίρνω περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε
- το παραπήρε πάνω του!
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραπαίρνω
|