πινιάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πινιάτα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πινιάτα θηλυκό

  1. χάλκινη χύτρα
  2. (παιχνίδι) κούκλα γεμάτη με γλυκά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]