πληθύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πληθύς < αρχαία ελληνική πληθύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πληθύς θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) πλήθος, πληθώρα
- ↪ οι Ομιλίαι περί πληθύος των κόσμων του Φοντενέλ, που μετέφρασε στα ελληνικά το 1794 ο Παναγιώτης Κοδρικάς, ήταν ένα βιβλίο που άσκησε μεγάλη επίδραση στη διάδοση νέων αστρονομικών και κοσμολογικών ιδεών