προανακρούω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προανακρούω < ελληνιστική προανακρούω < προ- (από πριν) + ἀνα- + κρούω (χτυπώ)
Ρήμα[επεξεργασία]
προανακρούω
- προϊδεάζω ή προειδοποιώ με τις ενέργειές μου για κάτι σημαντικό που θα ακολουθήσει
- οι σημερινές διαφωνίες προανακρούουν μια γενικότερη ρήξη στη σχέση μας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προανακρούω
|