προϊδεάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]προϊδεάζω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- προϊδέαση
- προϊδεασμός
- προϊδεαστικός
- προϊδεαστικά
- → δείτε τις λέξεις ιδεάζω και ιδέα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προϊδεάζω | προϊδέαζα | θα προϊδεάζω | να προϊδεάζω | προϊδεάζοντας | |
β' ενικ. | προϊδεάζεις | προϊδέαζες | θα προϊδεάζεις | να προϊδεάζεις | προϊδέαζε | |
γ' ενικ. | προϊδεάζει | προϊδέαζε | θα προϊδεάζει | να προϊδεάζει | ||
α' πληθ. | προϊδεάζουμε | προϊδεάζαμε | θα προϊδεάζουμε | να προϊδεάζουμε | ||
β' πληθ. | προϊδεάζετε | προϊδεάζατε | θα προϊδεάζετε | να προϊδεάζετε | προϊδεάζετε | |
γ' πληθ. | προϊδεάζουν(ε) | προϊδέαζαν προϊδεάζαν(ε) |
θα προϊδεάζουν(ε) | να προϊδεάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προϊδέασα | θα προϊδεάσω | να προϊδεάσω | προϊδεάσει | ||
β' ενικ. | προϊδέασες | θα προϊδεάσεις | να προϊδεάσεις | προϊδέασε | ||
γ' ενικ. | προϊδέασε | θα προϊδεάσει | να προϊδεάσει | |||
α' πληθ. | προϊδεάσαμε | θα προϊδεάσουμε | να προϊδεάσουμε | |||
β' πληθ. | προϊδεάσατε | θα προϊδεάσετε | να προϊδεάσετε | προϊδεάστε | ||
γ' πληθ. | προϊδέασαν προϊδεάσαν(ε) |
θα προϊδεάσουν(ε) | να προϊδεάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προϊδεάσει | είχα προϊδεάσει | θα έχω προϊδεάσει | να έχω προϊδεάσει | ||
β' ενικ. | έχεις προϊδεάσει | είχες προϊδεάσει | θα έχεις προϊδεάσει | να έχεις προϊδεάσει | ||
γ' ενικ. | έχει προϊδεάσει | είχε προϊδεάσει | θα έχει προϊδεάσει | να έχει προϊδεάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προϊδεάσει | είχαμε προϊδεάσει | θα έχουμε προϊδεάσει | να έχουμε προϊδεάσει | ||
β' πληθ. | έχετε προϊδεάσει | είχατε προϊδεάσει | θα έχετε προϊδεάσει | να έχετε προϊδεάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προϊδεάσει | είχαν προϊδεάσει | θα έχουν προϊδεάσει | να έχουν προϊδεάσει |
|