πόρρωθεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πόρρωθεν < αρχαία ελληνική πόρρωθεν
Επίρρημα[επεξεργασία]
πόρρωθεν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πόρρωθεν
|
πόρρωθεν
|