σαρακοστεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σαρακοστεύω
- (λαϊκότροπο) περνάω τη Σαρακοστή (νηστεύοντας)
- (κατ’ επέκταση) νηστεύω ή (γενικότερα) εγκρατεύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαρακοστεύω
|