σεγκόντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεγκόντο < (άμεσο δάνειο) βενετική segondo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεγκόντο και σεκόντο ουδέτερο
- (μουσική) άλλη μορφή του σεκόντο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεγκόντο
→ δείτε τη λέξη σεκόντο |